δεφτέρι

δεφτέρι
και τεφτέρι, ντεφτέρι, διφτέρι, το
1. κατάστιχο, βιβλίο λογαριασμών
2. το βιβλίο, η βίβλος («νέα ιστορία γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.)
3. παροιμ. «διάολος σαν μουφλουζέψει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει» — για όσους ανατρέχουν σε παλιούς λογαριασμούς, δοσοληψίες και αναμνήσεις τού παρελθόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τεφτέρι < τουρκ. tefter < (μσν. ελλ.) διφθέριον, υποκορ. τού αρχ. διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεφτέρι — το σημειωματάριο, βιβλίο για το κράτημα λογαριασμών, κατάστιχο: Ο μπακάλης της γειτονιάς κρατά δεφτέρι για τα βερεσέδια των πελατών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δευτερί — και δευτεριό, το 1. το δεύτερο σκάψιμο τού αμπελιού, δισκάφισμα, δευτέρωμα 2. το δεύτερο όργωμα τού χωραφιού 3. το δεφτέρι, το σημειωματάριο …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • τεφτέρι — και δεφτέρι και ντεφτέρι, το, Ν τετράδιο λογαριασμών, κατάστιχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο λ., πρβλ. τουρκ. tefter < μσν. διφθέριον, υποκορ. τού διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”