- δεφτέρι
- και τεφτέρι, ντεφτέρι, διφτέρι, το1. κατάστιχο, βιβλίο λογαριασμών2. το βιβλίο, η βίβλος («νέα ιστορία γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.)3. παροιμ. «διάολος σαν μουφλουζέψει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει» — για όσους ανατρέχουν σε παλιούς λογαριασμούς, δοσοληψίες και αναμνήσεις τού παρελθόντος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τεφτέρι < τουρκ. tefter < (μσν. ελλ.) διφθέριον, υποκορ. τού αρχ. διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].
Dictionary of Greek. 2013.